- ατρεμώ
- ἀτρεμῶ (-έω) (Α) [ατρεμής]1. είμαι ατρεμής2. μένω ατάραχος3. (για κατάσταση της υγείας) μένω στάσιμος4. (για κάποιον που υποφέρει) υπομένω, καρτερώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτρεμῶ — ἀτρεμέω not to tremble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀτρεμέω not to tremble pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρεμώ — διατρεμῶ ( έω) (Α) [ατρεμώ] (για τη θάλασσα) δεν τρέμω καν, έχω απόλυτη γαλήνη … Dictionary of Greek
επατρεμώ — ἐπατρεμῶ, έω (Α) μένω ατάραχος, ακίνητος, ήσυχος μετά από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ατρεμώ «μένω ήσυχος, ακίνητος»] … Dictionary of Greek